μορφάζω — (ΑΜ μορφάζω) [μορφή] κάνω μορφασμούς, γκριμάτσες, συσπώ τους μυς τού προσώπου μου, στραβομουτσουνιάζω μσν. δίδω μορφή, διαμορφώνω, πλάθω αρχ. 1. κινώ τα χέρια, χειρονομώ 2. μιμούμαι … Dictionary of Greek
ξυπάζω — και ξυπώ 1. φοβίζω, τρομάζω κάποιον, κάνω κάποιον να τρομάξει 2. (ενεργ και μέσ.) φοβίζομαι, τρομάζω, σκιάζομαι 3. μτφ. ξαφνιάζω, εκπλήσσω 4. μέσ. ξυπάζομαι υπερηφανεύομαι, επαίρομαι, κομπάζω («πώς συνεννοείσαι με αυτόν τον ξυπασμένο;»). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
σπάω — σπῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. βλ. σπάζω μσν. αρχ. 1. ανασπώ, βγάζω από τη θήκη (α. «ξίφος σπάσαντα», Ευρ. β. «φάσγανον σπάσας χερί», Ευρ.) 2. προκαλώ συστροφή ή σπασμό αρχ. 1. τραβώ προς το μέρος μου και αποσπώ, κόβω («σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε», Ομ. Οδ … Dictionary of Greek
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
συνερύω — και ιων. τ. συνειρύω Α συνέλκω, συσπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐρύω «έλκω, σύρω»] … Dictionary of Greek
συνιστώ — συνιστῶ, άω, ΝΜΑ, και συστήνω Ν, και συνίστημι ΜΑ, και συνιστάνω Α [ἵστημι / ἱστῶ] 1. ιδρύω, καταρτίζω, συγκροτώ, οργανώνω (α. «συνιστώ επιτροπή» β. «η επιτροπή συνεστήθη με προεδρικό διάταγμα» γ. «συνίστατο τοὺς πρώτους ἀγώνας», Πλούτ.) 2.… … Dictionary of Greek
συσπαστικός — ή, ό, Ν [συσπώ] αυτός που παρουσιάζει ή επιφέρει σύσπαση … Dictionary of Greek
σύσπαση — η / σύσπασις, άσεως, ΝΑ [συσπῶ] νεοελλ. 1. παρατεταμένη ακούσια συστολή με δυσκαμψία ενός ή περισσότερων μυών χωρίς βλάβη τών μυϊκών ινών 2. φρ. «σύσπαση άρθρωσης» η μόνιμη βράχυνση τών μαλακών μορίων μιας μοίρας τού σώματος, η οποία οφείλεται σε … Dictionary of Greek
σύσπαστος — η, ο και συσπαστός, ή, ό / σύσπαστος, ον και συσπαστός, όν, ΝΑ [συσπῶ] ο κατασκευασμένος με τέτοιο τρόπο ώστε να συσπάται, να συμπτύσσεται, να μαζεύεται («ὡς τὰ συσπαστὰ βαλάντια», Αθήν.) νεοελλ. 1. (για μυ) αυτός που παρουσιάζει σύσπαση 2. το… … Dictionary of Greek
χαμογελώ — άω, Ν συσπώ ελαφρώς τα χείλια μου προσδίδοντας ευχάριστη έκφραση στο πρόσωπό μου, μειδιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. χάμω (βλ. και λ. χαμ[αι] ) + γελώ] … Dictionary of Greek